Νίκος Ορφανίδης: Αποχαιρετώντας τον Ανδρέα Παστελλά
Έτσι απροσδοκήτως και ταχέως έφυγε από
τον κόσμο τούτο ο ποιητής Ανδρέας Παστελλάς. Αυτός ο κορυφαίος ποιητής
της Κύπρου, καθώς και του μείζονος, του οικουμενικού και θάλλοντος στον
τόπο της ιστορίας ελληνισμού. Πριν προλάβουμε να αποδεχτούμε ή να
κατανοήσουμε και να αφομοιώσουμε την επελαύνουσα ραγδαίως εκδημία και
αποδημία του, πήρε τους δρόμους του ουρανού. Τους δρόμους του θανάτου.
Τους δρόμους του άλλου φωτός. Έτσι τον πήρε ο καιρός, έτσι έφυγε ο
Ανδρέας, εκεί που στεκόταν όρθιος, ευθυτενής, σταθερός και γενναίος,
υπερασπιζόμενος, μέχρι τέλους, την ευπρέπεια και την εντιμότητα και τη
δικαιοσύνη, πολεμώντας πεισματικά με τα όπλα του και προασπίζοντας τη
δοκιμαζόμενη πατρίδα μας, αυτήν της εξορίας και του καημού και της
νέας, επελαύνουσας τουρκοκρατίας. Υπερασπιζόμενος τον δοκιμαζόμενο
ελληνισμό. Προασπίζοντας πεισματικά τη γλώσσα και την ιστορία του και
την ελληνική φωνή του.
Ο Ανδρέας Παστελλάς υπήρξε μαχητής
ανυποχώρητος, ώς τό τέλος. Χωρίς εκπτώσεις. Χωρίς επιείκεια. Χωρίς
συμβιβασμούς. Γόνος εκείνης της υπέροχης γενεάς των αγωνιστών,
αποσύρθηκε και αυτός τελικά, καθώς εξέλιπε ο χρόνος γι’ αυτόν. Ως ωραίος
έφηβος στεκόταν όρθιος ο Ανδρέας, κι ας είχε εισέλθει στην περιοχή του
γήρατος, ακάματος και πείσμων. Όπως εκείνος ο σκαντζόχοιρος του
αλληγορικού ποιήματός του της συλλογής Μεταθανατίως Αποσχηματισθείς, που επέζησε μέσα από τους κατατρεγμούς, τους διώγμούς, την αδικία.
Σκεφτομαι, λοιπόν, τώρα, πως τό ποιητικό
αριστούργημά του «Ο σκαντζόχορος που επέζησε», συνιστά μιαν άλλη
βιογραφία ή μια αυτοβιογραφία του ελληνισμού της εξόριστης Κύπρο, ενός
ελληνισμού που παραμένει πεισμόνως όρθιος και υπερήφανος, όταν γύρω του
όλα καταρρέουν και χάνονται:
«Εκεί που όλοι τον εἶχαν ξεγραμμένο
τον εύχονταν για ξεγραμμένο
ερχόταν μόνος.
Μέσα από λοιμούς, λυγμούς
ισοπεδώσεις
εκχερσώσεις
επιχωματώσεις
αργά διέσχιζε το δρόμο κουτσαίνοντας.
Λάτρεις κρανοφόροι του μετάλλου τον παραμόνευαν.
Μελανηφοροι πεφυσιωμένοι επιβήτορες των μηχανών
επίβουλοι τον περίμεναν
βαθιά μέσα τους πονώντας για τη χαμένη ηδονή
―Νάτον θα πέσει!
Μέσα σε πανδαιμόνιο χαρούμενων κλάξον τον
περίμεναν.
περίμεναν.
Εκείνος προχωρούσε ανέγγιχτος
με χείλι μισάνοιχτο
γκριμάτσα πόνου ή χαμόγελο
κάπνιζε το τσιγάρο του
φρενοβλαβής, ίσως, και περήφανος.»
«Ο σκαντζόχοιρος που επέζησε»
Έτσι πικρά και στυφά αποτυπώνει ο
Ανδρέας Παστελλάς τον καημό και την πίκρα του εξόριστου ελληνισμού της
Κυπρου. Τον διωγμό και τον κατατρεγμό, που βιώσαμε.
Ο Παστελλάς υπήρξε ποιητής του οράματος.
Αλλά και της δοκιμασίας και των παθών και της ιστορικής ματαίωσης.
Ποιητής ακαριαίος, κατα τον καβαφικό τρόπο, ολιγογράφος, με μια πικρή κι
όμως διάχυτη ειρωνεία, καθίσταται ποιητής εξόχως εθνικός. Διαβάζουμε,
έτσι, στο Χώρο Διασποράς, μαζί με το σπουδαίο ποίημα «Άδεια
Θρανία» της εθνικής ανάτασης και υπερηφάνειας και εκείνο το πικρό με
τίτλο «Εμπορεία Φοινικικά», που συνιστούν τον άξονα και το μέτρο της
αυτοσυνειδησίας μας, αλλά και μια επώδυνη καταθεση του αλλοτριωμένου
ελληνισμού, τον οποίο ο ποιητής επιχειρεί να αφυπνίσει:
«Στην πατρίδα μου πλήθυναν οι Φοίνικες
την πατρίδα μου πουλούν καθημερινά μεσοτιμής οι
Φοίνικες
Φοίνικες
σε κάθε γωνιά εμπορείο φοινικικό
εκεί που άλλοτε βλάσταινε μονάχα
η δάφνη η ελληνική
για τους γενναίους»
Με την αναχώρηση του Ανδρέα Παστελλά,
αισθανόμαστε πως έφυγε ακόμα ένας μεγάλος ποιητής. Μαζί με όλους τους
μεγάλους ποιητές του έθνους, που έφυγαν εσχάτως. Και που τους
μνημονεύουμε περίλυποι. Με τον θάνατο του Ανδρέα Παστελλά έχει σιγήσει
μια κορυφαία ποιητική φωνή της ελληνικής περιφέρειας, μια ελληνική φωνή
της εξορίας, πεισμόνως και επιμόνως Ελλάδος φθόγγον χέουσα.
Ήδη πιά ο Ανδρέας ευρίσκεται στο δικό του
«Χώρο διασποράς», αυτός που υπήρξε ένας «ωραίος Ἕλλην», εγκαταλείποντας
τα μάταια, αλλά και τη δοκιμασία του κόσμου τούτου. Εμείς τον
αποχαιρετούμε, υποκλινόμενοι στο ποιητικό ύψος και μεγαλείο του.
ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
Έφυγε από τη ζωή ο Ανδρέας Παστελλάς
Άδεια θρανία
Διάβασα τον κατάλογο και σεις λείπατε,
γράφατε την ορθογραφία σας στους τοίχους.
Διάβασα τον κατάλογο
και σεις βρισκόσαστε στα οδοφράγματα.
Διάβασα τον κατάλογο
και σεις γράφατε στις φυλακές
στα μικρά σας γόνατα
την Ιστορία του Ανθρώπου.
Κι’ έγραψα στον κατάλογο: όλοι παρόντες!
και πλάι το βαθμό του καθενός σας: άριστα!
Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974
«ες δάκρυα έπεσε το θέητρον» (Ηρόδοτος)
Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτήαπό ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ’χαν μείνει στην έρημη γη.
Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρυνής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
– Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
- Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.
Κάποιος περνώντας δίπλα
του ’χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.
http://papapolyviou.wordpress.com/2013/02/13/efyge-apti-zwi-o-andreas-pastellas/